- φτωχοκομείο
- τοφιλανθρωπικό ίδρυμα, άσυλο φτωχών (ιδίως γερόντων) που είναι ανίκανοι για εργασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φτωχοκομείο — το, Ν πτωχοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχοκομείο με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π σε διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτωχός: φτωχός)] … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μιχαηλίδης, Βασίλης — (Λευκόνοικο Κύπρου 1849/50 – Λεμεσός 1917). Ποιητής. Θεωρείται η σημαντικότερη πνευματική μορφή της Κύπρου κατά τον 19o αι. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο του χωριού του, ασχολήθηκε με τη γεωργία. Διορίστηκε έπειτα οικονόμος στη Μητρόπολη … Dictionary of Greek
πτωχοκομείο — πτωχοκομείο, το και φτωχοκομείο, το άσυλο, ίδρυμα για φτωχούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)